- τροπαιοφόρος
- -α, -ο / τροπαιοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ναυτός που έχει τρόπαια, νικητής («Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόρος», Διόδ.)μσν.προσωνυμία τών χριστιανών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους στον Ιησού Χριστόαρχ.1. (για θεό) αυτός που παρέχει τη νίκη («Κύπρι τροπαιοφόρε», Ανθ. Παλ.)2. θριαμβικός («τροπαιοφόρος ἁψίς», Δίων Κάσσ.)3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τροπαιοφόροςείδος νομίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπαιον + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.